χορεύω

χορεύω
ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός]
1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.)
2. αναπηδώ, χοροπηδώ, ιδίως από χαρά (α. «ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε», Σολωμ.
β. «βούλομαι χορεῡσαι ὑφ' ἡδονής», Αριστοφ.)
3. κλυδωνίζομαι, σείομαι (α. «το καράβι χόρευε στη φουρτούνα» β. «αὐτίκα γᾱ πᾱσα χορεύσει», Ευρ.)
4. κινούμαι κυκλικά (α. «έβλεπε τα πάντα γύρω του να χορεύουν» β. «χορεύει δὲ σελάνα», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) κινώ ρυθμικά
β) (με αιτ. προσ.) παίρνω κάποιον ως συγχορευτή («χόρεψέ τον για να μην κάθεται μόνος του»)
2. φρ. α) «χορεύω τον χορό τού Ησαΐα» — παντρεύομαι
β) «το Ησαΐα χόρευε» — ο γάμος, η στέψη
γ) «χορεύω κάποιον στο ταψί» — ταλαιπωρώ, βασανίζω κάποιον
δ) «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει»
i) όταν κάποιος στερείται τα αναγκαία για την ζωή, δεν έχει διάθεση για διασκεδάσεις
ii) όταν κάποιος δεν αμείβεται επαρκώς, δεν προσφέρει τις αναμενόμενες υπηρεσίες
ε) «τώρα που μπήκε στον χορό, θα χορέψει» — αφού αναμίχθηκε στην υπόθεση, θα πρέπει να παραμείνει ώς το τέλος και να υποστεί τις συνέπειες
3. παροιμ. «χόρευε, κυρά Μαρού [ή κυρά, και σειου], μα έχε κι έννοια τού σπιτιού» — λέγεται για εκείνους που παρασύρονται σε διασκεδάσεις και αμελούν τα καθήκοντα τους
μσν.-αρχ.
γιορτάζω κάτι με χορό («χορεύουσι... τοὺς ἀγῶνας», Πολ.)
αρχ.
1. συμμετέχω σε θρησκευτικό χορό
2. (με δοτ. προσ.) χορεύω προς τιμήν κάποιου («τοῑς θεοῑς χορεύοντες», Ξεν.)
3. διασκεδάζω
4. εξασκούμαι στον χορό
5. (κατ' επέκτ.) εξασκούμαι σε κάτι, είμαι έμπειρος σε κάτι
6. (μτβ.) α) τιμώ, γιορτάζω με χορούς («χορεύουσι τὸν ταμίαν Ἴακχον», Σοφ.)
β) παρακινώ κάποιον να χορέψει
7. φρ. «πόδα χορεύειν» — θέτω σε γρήγορη κίνηση (Φίλιππ. Θεσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χορεύω — dance a round pres subj act 1st sg χορεύω dance a round pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεύω — χορεύω, χόρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χορεύω — χόρεψα, χορεύτηκα. 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και το σώμα με συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, πιάνω το χορό. 2. χοροπηδώ, αναπηδώ: Χόρευε το πλοίο από τη θάλασσα. 3. παίρνω συγχορευτή: Τα χόρεψε τα κορίτσια. 4. φρ., «Θα χορέψει το χορό του Ησαΐα»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορεύετον — χορεύω dance a round pres imperat act 2nd dual χορεύω dance a round pres ind act 3rd dual χορεύω dance a round pres ind act 2nd dual χορεύω dance a round imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχορευμένα — χορεύω dance a round perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχορευμένᾱ , χορεύω dance a round perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχορευμένᾱ , χορεύω dance a round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεύετε — χορεύω dance a round pres imperat act 2nd pl χορεύω dance a round pres ind act 2nd pl χορεύω dance a round imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεύσουσι — χορεύω dance a round aor subj act 3rd pl (epic) χορεύω dance a round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χορεύω dance a round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεύσουσιν — χορεύω dance a round aor subj act 3rd pl (epic) χορεύω dance a round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χορεύω dance a round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεύσω — χορεύω dance a round aor subj act 1st sg χορεύω dance a round fut ind act 1st sg χορεύω dance a round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεύῃ — χορεύω dance a round pres subj mp 2nd sg χορεύω dance a round pres ind mp 2nd sg χορεύω dance a round pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”